φούρνος

φούρνος
ο
1) печь;

ανάβω (καίω) το φούρνο — растапливать (топить) печь;

2) духовка;
3) пекарня; 4) топка (парового котла);

§ κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε ( — или γκρέμισε, χάλασε, έκεσε) — словно гром среди ясного неба;

σαν το φούρνο τοό Ναστραδίν-χότζα — погов, бабушка надвое сказала или гадала;

φούρνος (ας) μην καπνίσει! — пропади всё пропадом!;

εδώ είναι φούρνος — ну и баня здесь!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φούρνος" в других словарях:

  • φοῦρνος — furnus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φούρνος — ο / φοῡρνος, ΝΜΑ θολωτή κτιστή κατασκευή για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητών νεοελλ. 1. φουρνάρικο, αρτοποιείο 2. το ειδικό μέρος τής συσκευής κουζίνας ή χωριστή συσκευή που χρησιμεύει για ψήσιμο 4. εστία ατμολέβητα 5. τεχνολ. κοινή ονομασία τού… …   Dictionary of Greek

  • φουρνός — ο, Ν. ζωολ. κοινή ονομασία είδους βατράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φρύνος, με τροπή τού ν σε ον (πρβλ. και φροῦνος), μετάθεση τού ρ (πρβλ. και φούρνα) και καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • φούρνος — ο (λ. λατ.) 1. θολωτό χτίσμα όπου γίνεται το ψήσιμο ψωμιού ή φαγητού, κλίβανος, καμίνι. 2. οίκημα όπου λειτουργεί τέτοιο χτίσμα (κλίβανος) και όπου πουλιέται ψωμί, ψωμάδικο, αρτοποιείο: Όποιος δεν είδε κάστρο, βλέπει φούρνο και ξιπάζεται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοῦρνε — φοῦρνος furnus masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοῦρνον — φοῦρνος furnus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φούρνοις — φοῦρνος furnus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φούρνου — φοῦρνος furnus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φούρνους — φοῦρνος furnus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φούρνῳ — φοῦρνος furnus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»